συγχρηματοδοτήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συγχρηματοδοτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συγχρηματοδοτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχρηματοδοτώ
  3. θα συγχρηματοδοτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχρηματοδοτώ