συζῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συζῶ < σύν και ζῶ ίσως συζάω ίσως συζήω

Ρήμα[επεξεργασία]

συζῶ

  • ζω με κάποιον, ζω με κάτι, συμβιώνω με μια κατάστση, περνώ πολλές ώρες με κάποιον
  • τίς οὖν δὴ τῶν οὐκ ὀρθῶν πολιτειῶν τούτων ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν, πασῶν χαλεπῶν οὐσῶν, καὶ τίς βαρυτάτη; (να δούμε λοιπόν με ποιο απο τα σωστά πολιτεύματα είναι λιγότερο δύσκολο να συμβιώσεις, αν και όλα είναι δύσκολα, και ποιο είναι το πιο καταπιεστικό)