συμβουλέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συμβουλέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμβουλεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμβουλεύω
- θα συμβουλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμβουλεύω