συμπολεμήσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]συμπολεμήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπολεμώ
- θα συμπολεμήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπολεμώ