συμφάγει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συμφάγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συντρώγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συντρώγω
- θα συμφάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συντρώγω