συναβλεπτῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναβλεπτῶ < συν- + ἀβλεπτῶ < ἀβλεπτέω

Ρήμα[επεξεργασία]

συναβλεπτῶ
  • συνεχίζω με άλλους να μη βλέπω, συνεχίζω με άλλους να παραμελώ