συναγείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναγείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγείρω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

συναγείρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]