συναγείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναγείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγείρω[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
συναγείρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συναγείρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας