συναπαρτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναπαρτίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συναπαρτίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναπαρτίζω | συναπάρτιζα | θα συναπαρτίζω | να συναπαρτίζω | συναπαρτίζοντας | |
β' ενικ. | συναπαρτίζεις | συναπάρτιζες | θα συναπαρτίζεις | να συναπαρτίζεις | συναπάρτιζε | |
γ' ενικ. | συναπαρτίζει | συναπάρτιζε | θα συναπαρτίζει | να συναπαρτίζει | ||
α' πληθ. | συναπαρτίζουμε | συναπαρτίζαμε | θα συναπαρτίζουμε | να συναπαρτίζουμε | ||
β' πληθ. | συναπαρτίζετε | συναπαρτίζατε | θα συναπαρτίζετε | να συναπαρτίζετε | συναπαρτίζετε | |
γ' πληθ. | συναπαρτίζουν(ε) | συναπάρτιζαν συναπαρτίζαν(ε) |
θα συναπαρτίζουν(ε) | να συναπαρτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναπάρτισα | θα συναπαρτίσω | να συναπαρτίσω | συναπαρτίσει | ||
β' ενικ. | συναπάρτισες | θα συναπαρτίσεις | να συναπαρτίσεις | συναπάρτισε | ||
γ' ενικ. | συναπάρτισε | θα συναπαρτίσει | να συναπαρτίσει | |||
α' πληθ. | συναπαρτίσαμε | θα συναπαρτίσουμε | να συναπαρτίσουμε | |||
β' πληθ. | συναπαρτίσατε | θα συναπαρτίσετε | να συναπαρτίσετε | συναπαρτίστε | ||
γ' πληθ. | συναπάρτισαν συναπαρτίσαν(ε) |
θα συναπαρτίσουν(ε) | να συναπαρτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναπαρτίσει | είχα συναπαρτίσει | θα έχω συναπαρτίσει | να έχω συναπαρτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναπαρτίσει | είχες συναπαρτίσει | θα έχεις συναπαρτίσει | να έχεις συναπαρτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναπαρτίσει | είχε συναπαρτίσει | θα έχει συναπαρτίσει | να έχει συναπαρτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναπαρτίσει | είχαμε συναπαρτίσει | θα έχουμε συναπαρτίσει | να έχουμε συναπαρτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναπαρτίσει | είχατε συναπαρτίσει | θα έχετε συναπαρτίσει | να έχετε συναπαρτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναπαρτίσει | είχαν συναπαρτίσει | θα έχουν συναπαρτίσει | να έχουν συναπαρτίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναπαρτίζω