συναριθμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναριθμώ < αρχαία ελληνική συναριθμέω / συναριθμῶ < σύν + ἀριθμός
Ρήμα
[επεξεργασία]συναριθμώ (παθητική φωνή: συναριθμούμαι)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναριθμώ | συναριθμούσα | θα συναριθμώ | να συναριθμώ | συναριθμώντας | |
β' ενικ. | συναριθμείς | συναριθμούσες | θα συναριθμείς | να συναριθμείς | (συναρίθμει) | |
γ' ενικ. | συναριθμεί | συναριθμούσε | θα συναριθμεί | να συναριθμεί | ||
α' πληθ. | συναριθμούμε | συναριθμούσαμε | θα συναριθμούμε | να συναριθμούμε | ||
β' πληθ. | συναριθμείτε | συναριθμούσατε | θα συναριθμείτε | να συναριθμείτε | συναριθμείτε | |
γ' πληθ. | συναριθμούν(ε) | συναριθμούσαν(ε) | θα συναριθμούν(ε) | να συναριθμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναρίθμησα | θα συναριθμήσω | να συναριθμήσω | συναριθμήσει | ||
β' ενικ. | συναρίθμησες | θα συναριθμήσεις | να συναριθμήσεις | συναρίθμησε | ||
γ' ενικ. | συναρίθμησε | θα συναριθμήσει | να συναριθμήσει | |||
α' πληθ. | συναριθμήσαμε | θα συναριθμήσουμε | να συναριθμήσουμε | |||
β' πληθ. | συναριθμήσατε | θα συναριθμήσετε | να συναριθμήσετε | συναριθμήστε | ||
γ' πληθ. | συναρίθμησαν συναριθμήσαν(ε) |
θα συναριθμήσουν(ε) | να συναριθμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναριθμήσει | είχα συναριθμήσει | θα έχω συναριθμήσει | να έχω συναριθμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναριθμήσει | είχες συναριθμήσει | θα έχεις συναριθμήσει | να έχεις συναριθμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναριθμήσει | είχε συναριθμήσει | θα έχει συναριθμήσει | να έχει συναριθμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναριθμήσει | είχαμε συναριθμήσει | θα έχουμε συναριθμήσει | να έχουμε συναριθμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναριθμήσει | είχατε συναριθμήσει | θα έχετε συναριθμήσει | να έχετε συναριθμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναριθμήσει | είχαν συναριθμήσει | θα έχουν συναριθμήσει | να έχουν συναριθμήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναριθμώ
|
Πηγές
[επεξεργασία]- συναριθμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναριθμώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συναριθμώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)