συναρπάσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]συναρπάσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναρπάζω
- θα συναρπάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναρπάζω