συνεργήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συνεργήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνεργώ
  2. θα συνεργήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνεργώ