συνωνοῦμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνωνοῦμαι < συνωνέομαι <σύν + ὠνέομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

συνωνοῦμαι

→ δείτε τη λέξη συνωνέομαι