σφυρίξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σφυρίξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σφυρίζω
  2. θα σφυρίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφυρίζω
  3. να σφυρίξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφυρίζω