σωρεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σωρεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

σωρεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]