τάτσι μίτσι κότσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάτσι μίτσι κότσι < από τα αρβανίτικα υποκοριστικών ονομάτων Τάτσης (Τάκης), Μήτσης (Μήτσος) και Κώτσης (Κώτσος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίρρημα[επεξεργασία]
τάτσι μίτσι κότσι
- με μυστική αλληλεγγύη, συνεργασία
- για κάποιους οι οποίοι συμφωνούν και συνεργάζονται με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα, συνήθως ύποπτα, κοινά τους συμφέροντα
- τα κάνατε τάτσι μίτσι κότσι για να φάτε την κληρονομιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τάτσι μίτσι κότσι
|