ταμίλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία: Γλώσσα ταμίλ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταμίλ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο