ταπίρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταπίρ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του τάπιρος
- Στον ζωολογικό κήπο της Πράγας συνάντησα ένα ταπίρ, μαζί και ένα ρακούν.