ταυρόκερως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ταυρόκερως αρσενικό
- αυτός που έχει κέρατα ταύρου
- Ταυρόκερως θεός
- θάρσει ταυρόκερως, έξεις βασιληίδα τιμήν και παίδες παίδων, τούτων γε μεν ουκέτι παίδες (χρησμός της Πυθίας προς τον βασιλιά Άτταλο) Diodori Bibliothecae historica ex recensione Ludovici Dindorfii, Diodore de Sicile, sumptibus C. H. F. Hartmanni, 1828 (Διοδώρου του Σικελού)