ταχτοποιώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ταχτοποιώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ταχτοποιώ
- άλλες μορφές: τακτοποιώντας
ταχτοποιώντας άκλιτο