τα παίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τα παίζω
- τρελαίνομαι, φρικάρω, χάνω τον έλεγχο
- ↪ Τα 'χω παίξει σήμερα! Δεν μπορώ άλλο!
- (για μηχάνημα) υπάρχει βλάβη, χαλάω
- ↪ Το κινητό τα 'παιξε! Ήρθε η ώρα ν' αγοράσω ένα καινούργιο.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(για μηχάνημα) υπάρχει βλάβη, χαλάω