τελειοποιηθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]τελειοποιηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τελειοποιούμαι
- θα τελειοποιηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τελειοποιούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τελειοποιούμαι