τζάνε μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζάνε μου < συμφυρμός ή συναρπαγή και προσαρμογή του τζάνεμ (τουρκική canım) με την κτητική αντωνυμία μου
Έκφραση[επεξεργασία]
τζάνε μου
- άλλη μορφή του τζάνεμ