τζενιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζενιάζομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τζενιάζομαι

  • ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 150, στ. 8 (στίχοι 5-8) @georgakas.lit.auth.gr
    Μέσα σ’ ἐκείνους πού ’χουσιν τάχα δόξαν καὶ φήμην
    πού ’ναι στὸ μέτρος τὸ ψηλὸν κ’ εἰς τὴν περίσσα στίμην,
    ἔπαινος, δόξαν περισσήν, ἔδωκες εἰς αὐτόν μου
    κ’ εἰς τοῦτον ἐτζενιάστηκες, δὲν ἦτον μεριτόν μου.
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 148, στ. 4 (στίχοι 1-4) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἀνάγνωσε, διαβάτη, αὐτὴν τὴν ρίμην,
    μηδὲν διαβῆς καμώννοντας ἐλλίγην στίμη
    γιατὶ καὶ ἄλλος τάχα ἄνθρωπος ἐργάστην
    ἀμμέ ’στερα ὁλοφάνερα ἐτζενιάστην.
    ΣτΕ: Ο δημιουργός αυτού του ποιήματος τονίζει ότι όποιος ασχολείται επίμονα με ξένες υποθέσεις και αδιαφορεί για τις δικές του τελικά το μετανιώνει πικρά.

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]