τηλέμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλέμαχος < τηλεμάχομαι, ή τηλεμαχαίομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
- τηλέμαχος, -ος, -ον
- αυτός που μάχεται από απόσταση
- (συνεκδοχικά) ο τοξότης, ο ακοντιστής, ο χειριστής καταπέλτη
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Τηλέμαχος (κύριο όνομα)