τηλέμαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλέμαχος < τηλεμάχομαι, ή τηλεμαχαίομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

τηλέμαχος, -ος, -ον
  1. αυτός που μάχεται από απόσταση
  2. (συνεκδοχικά) ο τοξότης, ο ακοντιστής, ο χειριστής καταπέλτη

Παράγωγα[επεξεργασία]