τηλεφωνήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τηλεφωνήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τηλεφωνώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηλεφωνώ
  3. θα τηλεφωνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηλεφωνώ