τηλεφωνήσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τηλεφωνήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηλεφωνώ
- θα τηλεφωνήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηλεφωνώ