την πουλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
την πουλεύω (αργκό)
- φεύγω βιαστικά
- φεύγω διότι δεν μου αρέσει κάτι
- φεύγω διότι δεν είμαι επιθυμητός ή φοβάμαι για κάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
την πουλεύω