την πουλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις την και πουλεύω

Έκφραση[επεξεργασία]

την πουλεύω (αργκό)

  1. φεύγω βιαστικά
  2. φεύγω διότι δεν μου αρέσει κάτι
  3. φεύγω διότι δεν είμαι επιθυμητός ή φοβάμαι για κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]