τικάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τικάλ < ταϊλανδέζικη λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τικάλ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τικάλ
|
τικάλ ουδέτερο άκλιτο
|