τιμίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιμίως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τίμι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

τιμίως

Πηγές[επεξεργασία]