τιμίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμίως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τίμι(ος) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
τιμίως
Πηγές[επεξεργασία]
- τίμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.