τοκάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοκάτα < ιταλική toccata < toccare = αγγίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοκάτα θηλυκό

  • (μουσική) σύνθεση (συνήθως για πληκτροφόρο όργανο) που δίνει έμφαση στη δεξιοτεχνία του ερμηνευτή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]