τορνεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τορνεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τορνεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τορνεύω
- θα τορνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τορνεύω