τρεμουλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρεμουλιάζω < τρεμούλα + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾe.muˈʎa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

τρεμουλιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]