τσάκα τσούκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσάκα τσούκα (ηχομιμητική λέξη) → δείτε τη λέξη τσακ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈt͡saka ˈt͡suka/
Έκφραση[επεξεργασία]
τσάκα τσούκα
- για οποιονδήποτε ενοχλητικό ήχο επαναλαμβανόμενο, όπως μάσημα ξηρών καρπών, πασατέμπου, ηλιόσπορων, πατατάκια
- ↪ Σταμάτα πια αυτό το εκνευριστικό τσάκα τσούκα με τις χάντες του κομπολογιού!
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- τάκα τάκα
- τικ τακ (ιδίως για ρολόι)
- κράτσα κρούτσα
- χρατς χρουτς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσάκα τσούκα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- τσάκα τσούκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσάκα τσούκα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)