τσαλαβουτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαλαβουτώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τσαλαβουτώ

  1. δρασκελίζω ή βουτάω σε ρηχά νερά
    • τσαλαβούταγαν μες το βούρκο όλο το απόγευμα προσπαθώντας να τραβήξουν έξω την κολημμένη βάρκα
  2. χοροπηδάω ή βουτάω παίζοντας σε ρηχά νερά
    • τα παιδιά τσαλαβουτάνε και κυνηγιούνται ασταμάτητα στην παραλία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]