τσατάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσατάρω < τσατ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική chat
Ρήμα[επεξεργασία]
τσατάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) πληκτρολογώ, συζητώ με κάποιον γραπτώς στο διαδίκτυο
- ↪ Περνάει όλη του τη μέρα να τσατάρει με γνωστούς και αγνώστους.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | τσατάρω | τσάταρα | θα τσατάρω | να τσατάρω | τσατάροντας | |
β' ενικ. | τσατάρεις | τσάταρες | θα τσατάρεις | να τσατάρεις | τσατάρετε | |
γ' ενικ. | τσατάρει | τσάταρε | θα τσατάρει | να τσατάρει | ||
α' πληθ. | τσατάρουμε | τσατάραμε | θα τσατάρουμε | να τσατάρουμε | ||
β' πληθ. | τσατάρετε | τσατάρατε | θα τσατάρετε | να τσατάρετε | τσατάρετε | |
γ' πληθ. | τσατάρουν(ε) | τσάταραν τσατάραν(ε) |
θα τσατάρουν(ε) | να τσατάρουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)