τσεγιέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσεγιέν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσεγιέν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσεγιέν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]