τυρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυρεύω < τυρός (τυρί) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

τυρεύω

  • τυροκομώ, φτιάχνω τυρί. Απαντάται σε ελάχιστες μορφές, όπως στου παρατατικού –ετύρευον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]