υμενόπτερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υμενόπτερα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υμενόπτερα