υπερβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερβαίνω < υπέρ + βαίνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾˈve.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερβαίνω

  • πετυχαίνω το κάτι παραπάνω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερβάλλω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]