υπερκοπιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερκοπιάζω < υπερ- + κοπιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερκοπιάζω[1]νέα ελληνικά (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. υπερκοπιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)