υπηνέμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπηνέμως < υπήνεμος + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

υπηνέμως

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]