υποκλέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υποκλέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποκλέπτω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποκλέπτω
  3. θα υποκλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποκλέπτω