υποτιτλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποτιτλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]υποτιτλίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποτιτλίζω | υποτίτλιζα | θα υποτιτλίζω | να υποτιτλίζω | υποτιτλίζοντας | |
β' ενικ. | υποτιτλίζεις | υποτίτλιζες | θα υποτιτλίζεις | να υποτιτλίζεις | υποτίτλιζε | |
γ' ενικ. | υποτιτλίζει | υποτίτλιζε | θα υποτιτλίζει | να υποτιτλίζει | ||
α' πληθ. | υποτιτλίζουμε | υποτιτλίζαμε | θα υποτιτλίζουμε | να υποτιτλίζουμε | ||
β' πληθ. | υποτιτλίζετε | υποτιτλίζατε | θα υποτιτλίζετε | να υποτιτλίζετε | υποτιτλίζετε | |
γ' πληθ. | υποτιτλίζουν(ε) | υποτίτλιζαν υποτιτλίζαν(ε) |
θα υποτιτλίζουν(ε) | να υποτιτλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποτίτλισα | θα υποτιτλίσω | να υποτιτλίσω | υποτιτλίσει | ||
β' ενικ. | υποτίτλισες | θα υποτιτλίσεις | να υποτιτλίσεις | υποτίτλισε | ||
γ' ενικ. | υποτίτλισε | θα υποτιτλίσει | να υποτιτλίσει | |||
α' πληθ. | υποτιτλίσαμε | θα υποτιτλίσουμε | να υποτιτλίσουμε | |||
β' πληθ. | υποτιτλίσατε | θα υποτιτλίσετε | να υποτιτλίσετε | υποτιτλίστε | ||
γ' πληθ. | υποτίτλισαν υποτιτλίσαν(ε) |
θα υποτιτλίσουν(ε) | να υποτιτλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποτιτλίσει | είχα υποτιτλίσει | θα έχω υποτιτλίσει | να έχω υποτιτλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποτιτλίσει | είχες υποτιτλίσει | θα έχεις υποτιτλίσει | να έχεις υποτιτλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποτιτλίσει | είχε υποτιτλίσει | θα έχει υποτιτλίσει | να έχει υποτιτλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποτιτλίσει | είχαμε υποτιτλίσει | θα έχουμε υποτιτλίσει | να έχουμε υποτιτλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποτιτλίσει | είχατε υποτιτλίσει | θα έχετε υποτιτλίσει | να έχετε υποτιτλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποτιτλίσει | είχαν υποτιτλίσει | θα έχουν υποτιτλίσει | να έχουν υποτιτλίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποτιτλίζω
|