φάσγανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάσγανο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάσγανο ουδέτερο

  • ομηρική λέξη που σημαίνει ξίφος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]