φαμέγιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαμέγιος < → δείτε τη λέξη φαμίλια & τη λατινική familia (οικογένεια) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαμέγιος αρσενικό
- (ιδιωματικό, κρητικά, Μάνη)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) υπηρέτης
- ※ πάρ' το δικό σου, να μη δουλεύεις πια φαμέγιος στον ξεκουτιάρη τον Πατριαρχέα...
- Νίκος Καζαντζάκης. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
- ※ πάρ' το δικό σου, να μη δουλεύεις πια φαμέγιος στον ξεκουτιάρη τον Πατριαρχέα...