φιλέψετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φιλέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλεύω
- θα φιλέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλεύω