φιλοχρηματέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοχρηματέω παρασύνθετο του φιλοχρήματος
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλοχρηματέω - φιλοχρηματῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ έντονα το χρήμα
- είμαι φιλοχρήματος
- είμαι φιλάργυρος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα φιλοχρηματέω αναφέρεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 878ε)