φισκοῦμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φισκοῦμαι < φίσκος
Ρήμα[επεξεργασία]
φισκοῦμαι (φισκόομαι)
- υφίσταμαι κατάσχεση υπέρ του δημοσίου ταμείου,
φισκοῦμαι (φισκόομαι)