φλεγμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλεγμαίνω < αρχαία ελληνική φλεγμαίνω < φλέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

φλεγμαίνω (παθητική φωνή: φλεγμαίνομαι)

  • (ιατρική) για ιστό που παρουσιάζει φλεγμονή, που αντιδρά σε μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]