φλερτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φλερτάρω
- προσεγγίζω και δείχνω τις ερωτικές διαθέσεις σε ένα άτομο, προσπαθώ να τον/την κατακτήσω ερωτικά